- αποθηριώνομαι
- αποθηριώνομαι, αποθηριώθηκα, αποθηριωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκβαρβαρώνω — εκβαρβάρωσα, εκβαρβαρώθηκα, εκβαρβαρωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον τελείως βάρβαρο, τον αποκτηνώνω. 2. παθ., εκβαρβαρώνομαι γίνομαι εντελώς βάρβαρος, αποθηριώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)